- μνημουρόπετρα
- και μνημορόπετρα, ηλίθινη πλάκα σε τάφο για αναγνώριση αυτού, επιτάφια στήλη («και μια γριά μερονυχτής, σαν κλήμα, σαν μνημορόπετρα γυρτή, μοιρολογά και κλαίει», Βιζυην.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μνημούρι + πέτρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνημορόπετρα — η βλ. μνημουρόπετρα … Dictionary of Greek